- αἰσχροκερδές
- αἰσχροκερδήςsordidly greedy of gainmasc/fem voc sgαἰσχροκερδήςsordidly greedy of gainneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπηλεύω — (Α καπηλεύω) [κάπηλος] νεοελλ. (το μέσ.) καπηλεύομαι α) κάνω εμπόριο β) εκμεταλλεύομαι μια ιδέα ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα θεία») αρχ. 1. κάνω εμπόριο 2. πουλάω κάτι 3. επιζητώ να επωφεληθώ από κάτι («ὡς οἱ πολλοὶ… … Dictionary of Greek
ρυπόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος βρομιά, βρομερός, ακάθαρτος 2. (το ουδ.) τὸ ῥυπόεν (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρόν, αἰσχροκερδές». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + όεις*] … Dictionary of Greek